- διαζητέω
- διαζητ-έω,A search through, examine, Ar.Eq.1292, Pl.Plt.258b, etc.II seek out, invent,
λόγους εὖ διεζητημένους Ar.Th. 439
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λόγους εὖ διεζητημένους Ar.Th. 439
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαζητεῖν — διαζητέω search through pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζητεῖσθαι — διαζητέω search through pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζητῆσαι — διαζητέω search through aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζητῶν — διαζητέω search through pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… … Dictionary of Greek